αγαληνά

αγαληνά
και αγαλιανά επίρρ.
αγάλι*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγάλι — και αγάλια και αγαληνά και αγαλιανά επίρρ. 1. σιγά, ήρεμα (λέγεται συνήθως επαναληπτικά «αγάλι αγάλι», για επίταση τής σημασίας του) 2. βαθμιαία, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη: γαληνά (γαληνός) > αγαληνά > αγάληνα > αγάλην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”